φυλαξίκακος

φυλαξίκακος
-ον, Μ
αυτός που παίρνει προληπτικά μέτρα, που φυλάγεται από το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φυλάσσω + κακός (πρβλ. μνησίκακος, παυσί-κακος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”